Δευτέρα 7 Ιουνίου 2010

Ο Αριστοφανικός µύθος για την ανθρώπινη φύση στο πλατωνικό Συµπόσιο.

Πρώτα-πρώτα, τα φύλα των ανθρώπων ήταν τρία, και όχι όπως σήµερα δύο, αρσενικό και θηλυκό.
Υπήρχε ακόµα ένα τρίτο αποτελούµενο από αυτά τα δύο… το ανδρόγυνον. (3) Έπειτα, ολόκληρος ο κορµός του κάθε ανθρώπου ήταν στρογγυλός και είχε ολόγυρα ράχη και πλευρά. Είχε τέσσερα χέρια και άλλα τόσα σκέλη, και δύο πρόσωπα … και αυτιά τέσσερα και διπλά γεννητικά µόρια, και όλα τ’ άλλα, όπως θα µπορούσε, σε αυτή τη βάση, να φανταστεί κανείς. Μετακινούνταν όχι µόνο όρθιο, όπως τώρα, αλλά, όταν αποφάσιζε να τρέξει γρήγορα, στηρίζονταν και στα οχτώ άκρα και, περιστροφικά, µετακινούνταν πολύ γοργά.

Η συζήτηση γύρω από το κατά πόσο ο Πλάτωνας χρησιµοποιούσε τη µυθογραφία ως µέσο για να παρουσιάσει µέρος των φιλοσοφικών του ιδεών και να µυήσει τον ακροατή – και αναγνώστη – στη φιλοσοφική αναζήτηση,ανθεί. Μονογραφίες επί µονογραφιών και εξειδικευµένες µελέτες έχουνπαρουσιαστεί τις τελευταίες δεκαετίες στη σύγχρονη βιβλιογραφία για τηνπλατωνική φιλοσοφία και, όπως διαφαίνεται, η έρευνα στο συγκεκριµένο θέµαέχει ακόµα να δώσει [φιλοσοφικούς] καρπούς. Εκλαµβάνοντας τον πλατωνικό µύθο ως φιλοσοφικό εργαλείο, η έρευνα σηµαντικών πτυχών της πλατωνικής σκέψης, όπως π.χ. η ηθική ή η επιστηµολογία, αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον και αυτό διότι, στο γενικότερο πλαίσιο, ο µύθος στον Πλάτωνα είναι η µίµηση της αλήθειας - «είναι εικόνες που τείνουν να µιµηθούν µυθολογώντας την αλήθεια». (1) Ενώ ο ανθρώπινος νους δεν µπορεί να αγγίξει τη θεϊκή γνώση, ο µύθος έρχεται να προσφέρει εικόνες του ιδεατού, του ανθρωπίνως άφθαστου και, κατ’ επέκταση, ηθικά διδάγµατα και το έναυσµα για περαιτέρω φιλοσοφική αναζήτηση.


Ιδιαίτερης σηµασίας, σε αυτό το πλαίσιο, λοιπόν έχει και ο µύθος τουΑριστοφάνη στο Συµπόσιο. Ο αττικός κωµικογράφος, σε χαρακτηριστικόαριστοφάνειο ύφος και τεχνική, παρουσιάζει στους συµποσιαστές του τον δικότου λόγο περί έρωτα, του οποίου η περίληψη έχει ως εξής: (2)



Πρώτα-πρώτα, τα φύλα των ανθρώπων ήταν τρία, και όχι όπως σήµερα δύο, αρσενικό και θηλυκό.
Υπήρχε ακόµα ένα τρίτο αποτελούµενο από αυτά τα δύο… το ανδρόγυνον. (3) Έπειτα, ολόκληρος ο κορµός του κάθε ανθρώπου ήταν στρογγυλός και είχε ολόγυρα ράχη και πλευρά. Είχε τέσσερα χέρια και άλλα τόσα σκέλη, και δύο πρόσωπα … και αυτιά τέσσερα και διπλά γεννητικά µόρια, και όλα τ’ άλλα, όπως θα µπορούσε, σε αυτή τη βάση, να φανταστεί κανείς. Μετακινούνταν όχι µόνο όρθιο, όπως τώρα, αλλά, όταν αποφάσιζε να τρέξει γρήγορα, στηρίζονταν και στα οχτώ άκρα και, περιστροφικά, µετακινούνταν πολύ γοργά. Η σωµατική του δύναµη και αντοχή ήταν τροµερή και είχε φοβερή έπαρση που τα έβαλε µάλιστα και µε τους θεούς τολµώντας να κατασκευάσει ανάβαση προς τον ουρανό µε σκοπό να τους χτυπήσει.Ο Δίας τότε, ανησυχώντας για όσα συνέβαιναν, αποφάσισε, σε µια πράξη τιµωρίας, να τους κόψει στα δύο κάνοντας τους έτσι ανίσχυρούς µα και χρησιµότερους αφού θα ήταν αριθµητικώς περισσότεροι. Τον καθένα που χώριζε ανέθετε στον Απόλλωνα να του γυρίζει το πρόσωπο και το ήµισυ του λαιµού του προς το µέρος της τοµής έτσι ώστε, βλέποντας το σχίσιµο, να γίνει φρονιµότερος. Μετά τη διχοτόµηση του οργανισµού µας το καθένα αναζητούσε το άλλο µισό και πήγαιναν µαζί. Τύλιγαν τα χέρια τους ο ένας γύρω από τον άλλον, και έτσι σφιχταγκαλιασµένοι, γεµάτοι πόθο να κολλήσουν µαζί εύρισκαν τον θάνατο από την πείνα και την ανικανότητα προς οποιαδήποτε ενέργεια [ενν. αναπαραγωγή του είδους]. Ο Δίας τους λυπήθηκε και µηχανεύεται άλλο τέχνασµα: να µεταφέρει τα γεννητικά όργανα προς τα εµπρός. Τους τα µετέθεσε λοιπόν και κανόνισε η αναπαραγωγή να γίνεται δια µέσου των οργάνων αυτών εντός των δύο φύλων, του αρσενικού εντός του θηλυκού. Αν πάλι αγκαλιαστεί αρσενικό µε αρσενικό να προκαλείταιεπί τέλους χορτασµός της συνουσίας και να κάνουν διαλείµµατα ώστε να στραφούν προς τις εργασίες τους και να φροντίσουν τα υπόλοιπα ζητήµατα της ζωής.Από τόσο παλιά λοιπόν ο έρωτας των ανθρώπων είναι ριζωµένος στη φύση τους και µας συνενώνειστην αρχική µας κατάσταση, και ζητά να κάµει και πάλι από τα δύο ένα και να επανορθώσει το πάθηµα του ανθρώπινου οργανισµού.



Έχουν υπάρξει διαφορετικές προσεγγίσεις στον παραπάνω µύθο και τη φιλοσοφική του διάσταση. Για παράδειγµα ο Grube, ιστορικός της φιλοσοφίας,αναφερόµενος στον µύθό του Αριστοφάνη, γράφει: (4)

«Είναι άσκοπο να προσπαθούµε να εντοπίσουµε βαθύτερα µηνύµατα σε αυτόν τον κωµικό
[διασκεδαστικό] µύθο»

Από την άλλη πλευρά όµως, µια διαφορετική, και όχι τόσο ακραία,προσέγγιση έρχεται να δώσει ο Ι. Συκουτρής, στα σχόλια του για το πλατωνικό Συµπόσιο: (5)

«Και όµως υπό την κωµικότητα της µορφής διαφαίνεται ένα τόσο βαθυστόχαστο
περιεχόµενο…»

Ο έρωτας για τον Αριστοφάνη δεν έγκειται στη µυθική του προϊστορία όπως θέλει ο Φαίδρος, ούτε στην κοινωνιολογική του έκφανση όπως υποστηρίζει ο Παυσανίας µα ούτε και στην επιστηµονική – πυθαγόρεια κατά βάση – θεώρηση του γιατρού Ερυξίµαχου. Είναι, πιο βαθυστόχαστα και φιλοσοφικά, η πρωταρχική κατάσταση του ανθρώπινου είδους. Η έννοια της ολότητας, της αιωνιότητας, της θεραπείας της ψυχής µα και, όπως θα δούµε παρακάτω, του µεταθανάτιου δεσµού των ανθρώπων πραγµατοποιείται µέσω
του έρωτα, και ιδέες όπως αυτή της προ της γέννησης ενθύµηση του άλλου µας «µισού» κάνουν τον Αριστοφάνη να ακούγεται πιο πλατωνικός από ποτέ.


Ο Αριστοφάνης δεν αναλώνει τη σκέψη και το λόγο του σε άσκοπες – επίγειες – θεωρήσεις για τη φύση του έρωτα (δηλαδή, τι είναι αυτό που εµείς ονοµάζουµε έρωτας) αλλά ασχολείται µε την ίδια την ύπαρξη του έρωτα (τι είναι έρωτας) σχεδόν ως κοσµικού στοιχείου, αφού, µε τον λόγο του, γεννά µια αρχέγονη κοσµογονία. Παραµερίζει, στωικά θα λέγαµε, την υποκειµενική ηθική των πραγµάτων και προσπαθεί – εδώ κρύβεται η δύναµη της µυθολογικής αναπαράστασης – να ανάγαγει τον έρωτα (ή τουλάχιστον τις ανθρώπινες ιδέες για τον έρωτα) σε ένα αντικειµενικό, πλατωνικά ιδεατό, οικοδόµηµα. Ανέρχεται από την υποκειµενική στην αντικειµενική ηθική, η οποία ατενίζει το καθολικό και αιώνιο – την πρωταρχική φύση των πραγµάτων – µα και το αθάνατο, το οποίο θέλει τους εραστές ως µια µονάδα και ένα σώµα και, στο
µεταφυσικό επίπεδο, ως οµοούσιο και οµογενές πνεύµα, κατάσταση την οποία ο Σωκράτης, αργότερα, θα υµνήσει ως ένα σηµαντικό επίπεδο προς τον έρωτα των Ιδεών, τον πλατωνικό έρωτα.


Η ανθρώπινη ύπαρξη, στον µύθο του Αριστοφάνη, αποκτά κοινωνική και συνάµα ατοµική σηµαντικότητα. Όσον αφορά στην ατοµική, ο κωµικογράφος – ή, καλύτερα, ο µυθογράφος – Αριστοφάνης, αισιόδοξα και
πλατωνικά, θεωρεί την ύπαρξη του «µισού» ως µη ύπαρξη αλλά, απλώς, µια πλασµατική ύπαρξη – ύπαρξη του φαίνεσθαι και όχι του είναι – που διαρκώς αναζητά την ολοκλήρωση και την συν-εύρεση µε το άλλο της µισό. Η κοινωνική της σηµαντικότητα έρχεται µε την συν-ύπαρξη των δύο «µισών», όπου, σε αυτό το στάδιο, η ανθρώπινη ύπαρξη εκπληρώνεται και συν-ενώνεται µε την κοσµική της διάσταση και µε την αιώνια της φύση: ο άνθρωπος γεννιέται ως ολότητα, διαχωρίζεται, και πάλι συν-ευρίσκεται και πεθαίνει ως ολότητα,
έχοντας όµως συµ-βαδίσει προς την πνευµατική ολοκλήρωσή του ως µονάδα. Στο κοινωνικό, ή, καλύτερα, αιώνιο «είναι» του έρωτα, άλλωστε, έγκειται και η διαφορά µεταξύ σωµατικών και πνευµατικών αγαθών καιαπολαύσεων, την οποία θέλει να τονίσει ο Αριστοφάνης (και να διαχωρίσει διακριτά αργότερα ο Σωκράτης µέσω της, ιστορικά υπαρκτής αλλά πλατωνικά κατασκευασµένης, Διοτίµας): ακόµα κι αν η σωµατική επαφή, η ερωτική απόλαυση, πάψει να υπάρχει, η ψυχή έχει θεραπευτεί µέσω την ύπαρξης µιας πνευµατικά ολοκληρωµένης σχέσης. Όταν δηλαδή «οι ίδιοι [οι άνθρωποι] δεν θα είναι σε θέση να εκφράσουν τι θέλει ο ένας από τον άλλον»6 µα ούτε καν να δώσουν απάντηση στο ερώτηµα του Ήφαιστου που, µε δραµατικό τρόπο πια,εισάγει ο Αριστοφάνης στο τελευταίο µέρος του λόγου του:

«Τι είναι αυτό που ζητάτε, άνθρωποι, ο ένας από τον άλλον; Θέλετε µήπως αυτό; Να
µείνετε µαζί ο ένας µε τον άλλον όσον το δυνατόν περισσότερο, ώστε νύχτα και µέρα να µην
αποχωρίζεστε; Αν πραγµατικά αυτός είναι ο πόθος σας, τότε πρόθυµος είµαι να σας
σφυρηλατήσω σε ένα κοµµάτι, ώστε από δύο να γίνετε ένα και, όσο καιρό ζείτε, να ζείτε και οι
δυο σας κοινή ζωή ως ένας, και πάλι όταν πεθάνετε, εκεί κάτω στον Άδη ένας να είστε και όχι
δύο, σε ένα ταυτόχρονο θάνατο. Σκεφτείτε λοιπόν, αν αυτό είναι που ποθείτε, και αν µείνετε
ευχαριστηµένοι, αν τούτο επιτύχετε»

Μόλις ακούσει αυτά, συνεχίζει ο Αριστοφάνης, ούτε ένας δεν θα έλεγε όχι, ούτε θα εκδήλωνε άλλη επιθυµία. Αντιθέτως, θα πίστευε πως άκουσε απαράλλακτα ό,τι τόσο καιρό ποθούσε, να ενωθεί και να συγχωνευθεί µε τοναγαπηµένο του, ώστε να γίνουν ένας αντί δυο.